- μούτσουνο
- το (Μ μούτσουνον)1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρονεοελλ.(κατ' επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ' άλλους, < βεν. musona (βλ. μουτσούνα)].
Dictionary of Greek. 2013.