μούτσουνο

μούτσουνο
το (Μ μούτσουνον)
1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι
2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρο
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ' άλλους, < βεν. musona (βλ. μουτσούνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μούτσουνο — το (ειρωνικά), πρόσωπο, μούτρο, μούρη: Ωραίο μούτσουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαξομουτσουνιάζω — 1. αλλαξομουριάζω 2. γίνομαι σκυθρωπός, συνοφρυώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούτσουνο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξομουτσούνιασμα] …   Dictionary of Greek

  • μουτσουτσούνια — μουτσουτσούνια, τὰ (Μ) 1. πείσματα, παιχνιδίσματα, νάζια 2. φρ. «κάμνω μουτσουτσούνια» προσποιούμαι τον θυμωμένο, κάνω πείσματα, δυστροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ιδιωματική λ., πιθ. από το ουσ. μούτσουνο(ν), με εκφραστικό διπλασιασμό τής συλλαβής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”